- τετράρρυμος
- τετρά-ρρῡμος, ον,A with four poles, i.e. eight-horsed,
ἅρμα X.Cyr.6.1.51
, 6.4.2, Philostr.V A2.42.II τετράρυμον ἄμφοδον = complitus (sic), Gloss. (from ῥύμη street).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἅρμα X.Cyr.6.1.51
, 6.4.2, Philostr.V A2.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράρρυμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τέσσερεις ρυμούς και οκτώ ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... ἅρμα τετράρρυμόν τε και ἵππων ὀκτώ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ῥυμός «τιμόνι» (πρβλ. πολύ ρρυμος)] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετράρρυμον — τετράρρῡμον , τετράρρυμος with four poles masc/fem acc sg τετράρρῡμον , τετράρρυμος with four poles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραρρύμοις — τετραρρύ̱μοις , τετράρρυμος with four poles masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραρρύμου — τετραρρύ̱μου , τετράρρυμος with four poles masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)